ἀποτίθεμαι

ἀποτίθεμαι
med. снимаю с себя

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἀποτίθεμαι" в других словарях:

  • αποτίθεμαι — αποτίθεμαι, αποτέθηκα βλ. πίν. 138 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποτίθεμαι — ἀποτίθημι put away pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… …   Dictionary of Greek

  • отмещу — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀποτίθεμαι) отвергаю …   Словарь церковнославянского языка

  • συναποτίθεμαι — Α 1. αποβάλλω συγχρόνως («ἅμα τῷ παιδικὸν ἱμάτιον ἀποθέσθαι, συναποθέμενοι τὸ αἰδεῑσθαι», Πλούτ.) 2. παραιτούμαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίθεμαι «βγάζω, αφαιρώ, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»